- ταριχευτός
- -ή, -ό / ταριχευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ταριχεύω](για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστόςμσν.-αρχ.αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταριχευτός — salted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτόν — ταριχευτός salted masc acc sg ταριχευτός salted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτοῖς — ταριχευτός salted masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτούς — ταριχευτός salted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτά — ταρῑχευτά̱ , ταριχευτής embalmer masc nom/voc/acc dual ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc voc sg ταρῑχευτά , ταριχευτής embalmer masc nom sg (epic) ταριχευτός salted neut nom/voc/acc pl ταριχευτά̱ , ταριχευτός salted fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευτῶν — ταρῑχευτῶν , ταριχευτής embalmer masc gen pl ταριχευτός salted fem gen pl ταριχευτός salted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάριχος — (I) ο, ΜΑ, και τάριχος, ίχους και ίχεος και τάριχον, τὸ, Α 1. σώμα νεκρού διατηρημένο με ταρίχευση, μούμια 2. κρέας, ψάρι ή άλλο εδώδιμο τού οποίου η σήψη αποτρέπεται με αλάτισμα, κάπνισμα ή ξήρανση στον αέρα (αρχ) μτφ. (για πρόσ.) ανόητος,… … Dictionary of Greek
ταριχευτικός — ή, ό / ταριχευτικός, ή, όν, ΝΑ [ταριχευτός] νεοελλ. σχετικός με την ταρίχευση («ταριχευτικές μέθοδοι») αρχ. ταριχηρός*. επίρρ... ταριχευτικῶς Μ με ταρίχευση … Dictionary of Greek
ταριχευταῖς — ταρῑχευταῖς , ταριχευτής embalmer masc dat pl ταριχευτός salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχευταί — ταρῑχευταί , ταριχευτής embalmer masc nom/voc pl ταριχευτός salted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)